πλαγινός

πλαγινός
-ή, -ό, Ν
βλ. πλαϊνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλαϊνός — και πλαγινός, ή, ό, Ν [πλάι/ πλάγι] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ο γείτονας, ο ένοικος τού διπλανού σπιτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”